συστρατηγώ

συστρατηγώ
-έω, Α [συστράτηνος]
1. ασκώ τη στρατηγία μαζί με άλλον, είμαι συστράτηγος
2. ενεργώ μαζί με άλλον ως συστράτηγος («ἕτερος δὲ τῶν υἱῶν Απολλοκράτης συνεστρατήγει», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συστρατήγῳ — συστράτηγος fellow general masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρατήγωι — συστρατήγῳ , συστράτηγος fellow general masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”